αγνεία

αγνεία
Η σωφροσύνη, η αγνότητα, η απόλυτη τήρηση των ηθικών αρχών, αλλά και η αποχή από κάθε σαρκική ή τροφική απόλαυση.
* * *
η (Α ἁγνεία) [ἀγνεύω]
καθαρότητα, αγνότητα, παρθενία
μσν.
αγαμία
αρχ.
1. αυστηρή τήρηση τών θρησκευτικών καθηκόντων
2. στον πληθ. αἱ ἁγνεῑαι
τελετές καθαρμού, εξαγνισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἁγνεία — ἁγνείᾱ , ἁγνεία purity fem nom/voc/acc dual ἁγνείᾱ , ἁγνεία purity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνείᾳ — ἁγνείᾱͅ , ἁγνεία purity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνεία — αγνεία, η και αγνιά, η αγνότητα, παρθενιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁγνείας — ἁγνείᾱς , ἁγνεία purity fem acc pl ἁγνείᾱς , ἁγνεία purity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνείαι — ἁγνείᾱͅ , ἁγνεία purity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνείαν — ἁγνείᾱν , ἁγνεία purity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνειῶν — ἁγνεία purity fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνεῖαι — ἁγνεία purity fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνείαις — ἁγνεία purity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνείη — ἁγνεία purity fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”